- εὐρυόδεια
- εὐρυ-όδεια (ὁδός): wide - wayed, i. e. ‘wide-wandered,’ epith. of the earth as field of human travel, always χθονὸς εὐρυοδείης.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εὐρυοδεία — εὐρυοδείᾱ , εὐρυόδεια with broad ways fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυόδεια — εὐρυόδεια, ἡ (Α) 1. αυτή που έχει ευρείς, πλατιούς δρόμους («χθονὸς εὐρυοδείης», Όμ. Ιλ.) 2. επίθ. τής Δήμητρας στη Σκάρφεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά αποκλειστικά στην ομηρική φρ. από χθονός ευρυοδείης, πάντοτε σε τέλος στίχου, προήλθε δε πιθ. από… … Dictionary of Greek
εὐρυόδεια — with broad ways fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυοδείας — εὐρυοδείᾱς , εὐρυόδεια with broad ways fem acc pl εὐρυοδείᾱς , εὐρυόδεια with broad ways fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυοδείης — εὐρυόδεια with broad ways fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gaia (Mythologie) — Gaia. Detail aus der Gigantomachie. Attisch rotfigurige Schale, 410 400 v. Chr.[D 1] Gaia oder Ge (griechisch Γαῖα oder Γῆ, dorisch Γᾶ … Deutsch Wikipedia